κολοκυνθη

κολοκυνθη
    κολοκύνθη
    κολοκύνθη, κολόκυνθα
    Arph. κολοκύντη ἥ тыква Arst., Luc.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "κολοκυνθη" в других словарях:

  • κολοκύνθη — round gourd fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολοκύνθῃ — κολοκύνθη round gourd fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολοκύνθη — η (AM κολοκύνθη, Α και κολόκυντα και κολόκυνθα και αττ. τ. κολοκύντη) το φυτό κολοκυθιά μσν. αρχ. ο καρπός τού φυτού αυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ανήκει στην κατηγορία τών ονομάτων φυτών που εμφανίζουν επίθημα νθος, που ανήκει στο προελληνικό …   Dictionary of Greek

  • κολοκύνθαι — κολοκύνθη round gourd fem nom/voc pl κολοκύνθᾱͅ , κολοκύνθη round gourd fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολοκύνται — κολοκύνθη round gourd fem nom/voc pl κολοκύντᾱͅ , κολοκύνθη round gourd fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολοκυνθῶν — κολοκύνθη round gourd fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολοκυντῶν — κολοκύνθη round gourd fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολοκύνθαις — κολοκύνθη round gourd fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολοκύνθην — κολοκύνθη round gourd fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολοκύνθης — κολοκύνθη round gourd fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολοκύνταις — κολοκύνθη round gourd fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»